- um
- um[ʊm]I. präp +akk1. ( herum) γύρω,• sie ging den Tisch (herum) πήγε γύρω από το τραπέζι,• er hat sie gern sich του αρέσει να την έχει κοντά του,• sie legte den Arm ihn πέρασε το χέρι της γύρω από τους ώμους του,• sie schlug sich χτυπούσε γύρω της2. (nahe, ungefähr) γύρω,• es geschah 1920 συνέβη γύρω στα 1920,• sie wohnt in der Gegend Freiburg μένει στην περιοχή του Φράιμπουργκ,• sie wohnt die Ecke μένει δίπλα3. (Zeitangabe) σε,• sei drei Uhr hier! να είσαι στις τρεις εδώ4. (für) σε, για,• keinen Preis (fig) σε καμιά περίπτωση,• was alles in der Welt wolltest du da? (fig) τι στο καλό ήθελες εκεί;5. (Differenz) κατά,• wir müssen die Ausgaben 10 % senken πρέπει να μειώσουμε τα έξοδα κατά 10 τοις εκατό6. (betreffend) για,• es geht s Prinzip είναι θέμα αρχής,• die Sorge ihn η ανησυχία γι' αυτόν7. (beinahe) παρά,• ein Haar (fig) παρά τρίχα8. (Phrasen):• Himmels willen για όνομα του Θεού,• Gottes willen προς ΘεούII. adv1. (ungefähr) γύρω,• sie ist die 30 είναι γύρω στα τριάντα2. (vorbei):• die Zeit ist πέρασε η ώραIII. konj (+inf mit "zu") (για) να,• das tut er nur, dir zu imponieren τα κάνει μόνο για να σε εντυπωσιάσει
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.